- σφυρί
- Εργαλείο κατάλληλο για βίαια ή ελαφρά χτυπήματα κατευθείαν στο υλικό ή και σε άλλο εργαλείο (κοπίδι, ζουμπάς κλπ.). Αποτελείται από μια μάζα (κεφαλή) χάλυβα, μόλυβδου, ορείχαλκου, ή άλλου μετάλλου, η οποία έχει στη μέση μια τρύπα για να σφηνώνεται η χειρολαβή, δηλαδή μικρό κομμάτι από ελαφρό υλικό, συνήθως ξύλο. Το ένα άκρο της κεφαλής, η αιχμή, είναι λεπτή και μυτερή, ενώ το άλλο, το πέλμα, είναι ελαφρά κυρτό. Οι διαστάσεις και το σχήμα του σφυριού ποικίλουν ανάλογα με την εργασία για την οποία προορίζεται: διακρίνουμε έτσι το σιδηρουργικό, το ξυλουργικό (με διχαλωτή αιχμή) και το μηχανουργικό, όπως και εκείνα των λεβητοποιών, των υποδηματοποιών κ.ά.
σ. πεπιεσμένου αέρα. Μηχανική συσκευή. Η παλινδρομική κίνηση κρούσης του εργαλείου πραγματοποιείται με πεπιεσμένο αέρα.
Σφυρί από πέτρα των κατοίκων του Μπόρνεο (Μουσείο Πιγκορίνι, Ρώμη).
* * *το / σφυρίον, ΝΜΑ, και σφυρίον και σφυρίν και σφυλίν Α [σφῡρα]νεοελλ.1. εργαλείο πολλαπλών χρήσεων και διαφόρων μεγεθών αποτελούμενο από μεταλλική συνήθως, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και από ξύλινη, κεφαλή και μεταλλική ή ξύλινη λαβή, εργαλείο κατάλληλο για την κατεργασία μετάλλων ή λίθων με κρούση, για θραύση σκληρών υλικών, για ήλωση, για έμπηξη πασσάλων κ.ά. χρήσεις2. φρ. «βγάζω στο σφυρί»α) βγάζω κάτι σε πλειστηριασμόβ) ξεπουλώγ) εξωθώ γυναίκα στην πορνείααρχ.(με υποκορ. σημ.) μικρή μεταλλική ή ξύλινη σφύρα.
Dictionary of Greek. 2013.